αντιηλιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιηλιακός | η | αντιηλιακή | το | αντιηλιακό |
| γενική | του | αντιηλιακού | της | αντιηλιακής | του | αντιηλιακού |
| αιτιατική | τον | αντιηλιακό | την | αντιηλιακή | το | αντιηλιακό |
| κλητική | αντιηλιακέ | αντιηλιακή | αντιηλιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιηλιακοί | οι | αντιηλιακές | τα | αντιηλιακά |
| γενική | των | αντιηλιακών | των | αντιηλιακών | των | αντιηλιακών |
| αιτιατική | τους | αντιηλιακούς | τις | αντιηλιακές | τα | αντιηλιακά |
| κλητική | αντιηλιακοί | αντιηλιακές | αντιηλιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.di.i.li.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐η‐λι‐α‐κός
Επίθετο
αντιηλιακός, -ή, -ό
- που προστατεύει από τις ακτίνες και την ακτινοβολία του ηλίου
- ↪ αντιηλιακή κρέμα, αντιηλιακή προστασία
- αντηλιακός
Μεταφράσεις
αντιηλιακός
|
|
Πηγές
- αντιηλιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αντιηλιακός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.