αντιεκκλησιαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιεκκλησιαστικός η αντιεκκλησιαστική το αντιεκκλησιαστικό
      γενική του αντιεκκλησιαστικού της αντιεκκλησιαστικής του αντιεκκλησιαστικού
    αιτιατική τον αντιεκκλησιαστικό την αντιεκκλησιαστική το αντιεκκλησιαστικό
     κλητική αντιεκκλησιαστικέ αντιεκκλησιαστική αντιεκκλησιαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιεκκλησιαστικοί οι αντιεκκλησιαστικές τα αντιεκκλησιαστικά
      γενική των αντιεκκλησιαστικών των αντιεκκλησιαστικών των αντιεκκλησιαστικών
    αιτιατική τους αντιεκκλησιαστικούς τις αντιεκκλησιαστικές τα αντιεκκλησιαστικά
     κλητική αντιεκκλησιαστικοί αντιεκκλησιαστικές αντιεκκλησιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιεκκλησιαστικός < αντι- + εκκλησιαστικός

Επίθετο

αντιεκκλησιαστικός, -ή, -ό

  • που δρα εναντίον της εκκλησίας ή αντιτίθεται σ’ αυτήν ή την εχθρεύεται
    Η καταδίκη του Γαλιλαίου το 1633, μολονότι ο ίδιος ασπαζόταν τις αρχές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, θα παίξει αποφασιστικό ρόλο στη μετέπειτα μεταφυσική μεταστροφή των περισσότερων οπαδών του σε ολόκληρη την Ευρώπη, και στην αντιεκκλησιαστική στάση που αυτή η μεταστροφή συνεπάγεται. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.