αντεκκλησιαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντεκκλησιαστικός η αντεκκλησιαστική το αντεκκλησιαστικό
      γενική του αντεκκλησιαστικού της αντεκκλησιαστικής του αντεκκλησιαστικού
    αιτιατική τον αντεκκλησιαστικό την αντεκκλησιαστική το αντεκκλησιαστικό
     κλητική αντεκκλησιαστικέ αντεκκλησιαστική αντεκκλησιαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντεκκλησιαστικοί οι αντεκκλησιαστικές τα αντεκκλησιαστικά
      γενική των αντεκκλησιαστικών των αντεκκλησιαστικών των αντεκκλησιαστικών
    αιτιατική τους αντεκκλησιαστικούς τις αντεκκλησιαστικές τα αντεκκλησιαστικά
     κλητική αντεκκλησιαστικοί αντεκκλησιαστικές αντεκκλησιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντεκκλησιαστικός < αντι- + εκκλησιαστικός

Επίθετο

αντεκκλησιαστικός, -ή, -ό


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.