αντιδογματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιδογματικός | η | αντιδογματική | το | αντιδογματικό |
| γενική | του | αντιδογματικού | της | αντιδογματικής | του | αντιδογματικού |
| αιτιατική | τον | αντιδογματικό | την | αντιδογματική | το | αντιδογματικό |
| κλητική | αντιδογματικέ | αντιδογματική | αντιδογματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιδογματικοί | οι | αντιδογματικές | τα | αντιδογματικά |
| γενική | των | αντιδογματικών | των | αντιδογματικών | των | αντιδογματικών |
| αιτιατική | τους | αντιδογματικούς | τις | αντιδογματικές | τα | αντιδογματικά |
| κλητική | αντιδογματικοί | αντιδογματικές | αντιδογματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιδογματικός < αντι- + δογματικός
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αντιδογματίζω
- αντιδογματικά
- αντιδογματισμός
- → δείτε τις λέξεις αντί και δόγμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.