αντιβράχιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αντιβράχιο | τα | αντιβράχια |
| γενική | του | αντιβράχιου | των | αντιβράχιων |
| αιτιατική | το | αντιβράχιο | τα | αντιβράχια |
| κλητική | αντιβράχιο | αντιβράχια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντιβράχιο < αντι- + βραχίων + -ο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική avant-bras)
Συνώνυμα
- αντιβραχίονας
- πήχυς
Μεταφράσεις
αντιβράχιο
|
→ δείτε τη λέξη πήχυς |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.