αντιαλλεργικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιαλλεργικός | η | αντιαλλεργική | το | αντιαλλεργικό |
| γενική | του | αντιαλλεργικού | της | αντιαλλεργικής | του | αντιαλλεργικού |
| αιτιατική | τον | αντιαλλεργικό | την | αντιαλλεργική | το | αντιαλλεργικό |
| κλητική | αντιαλλεργικέ | αντιαλλεργική | αντιαλλεργικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιαλλεργικοί | οι | αντιαλλεργικές | τα | αντιαλλεργικά |
| γενική | των | αντιαλλεργικών | των | αντιαλλεργικών | των | αντιαλλεργικών |
| αιτιατική | τους | αντιαλλεργικούς | τις | αντιαλλεργικές | τα | αντιαλλεργικά |
| κλητική | αντιαλλεργικοί | αντιαλλεργικές | αντιαλλεργικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιαλλεργικός < αντι- + αλλεργικός
Επίθετο
αντιαλλεργικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που συμβάλλει στην καταπολέμηση της αλλεργίας ή στην προστασία απ’ αυτήν
- (ουσιαστικοποιημένο) αντιαλλεργικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αλλεργία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.