ανταπεργός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ανταπεργός | οι | ανταπεργοί |
| γενική | του | ανταπεργού | των | ανταπεργών |
| αιτιατική | τον | ανταπεργό | τους | ανταπεργούς |
| κλητική | ανταπεργέ | ανταπεργοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.da.peɾˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντα‐περ‐γός
Μεταφράσεις
ανταπεργός
|
→ δείτε τη λέξη απεργοσπάστης |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.