αντίκλινο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντίκλινο τα αντίκλινα
      γενική του αντικλίνου
& αντίκλινου
των αντικλίνων
    αιτιατική το αντίκλινο τα αντίκλινα
     κλητική αντίκλινο αντίκλινα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντίκλινο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική anticline < αρχαία ελληνική ἀντί + κλίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /anˈdi.kli.no/

Ουσιαστικό

αντίκλινο ουδέτερο

Αντώνυμα

Συγγενικά

  • αντικλινικός
  •  δείτε τη λέξη κλίνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.