ανοσοκατεσταλμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοσοκατεσταλμένος η ανοσοκατεσταλμένη το ανοσοκατεσταλμένο
      γενική του ανοσοκατεσταλμένου της ανοσοκατεσταλμένης του ανοσοκατεσταλμένου
    αιτιατική τον ανοσοκατεσταλμένο την ανοσοκατεσταλμένη το ανοσοκατεσταλμένο
     κλητική ανοσοκατεσταλμένε ανοσοκατεσταλμένη ανοσοκατεσταλμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοσοκατεσταλμένοι οι ανοσοκατεσταλμένες τα ανοσοκατεσταλμένα
      γενική των ανοσοκατεσταλμένων των ανοσοκατεσταλμένων των ανοσοκατεσταλμένων
    αιτιατική τους ανοσοκατεσταλμένους τις ανοσοκατεσταλμένες τα ανοσοκατεσταλμένα
     κλητική ανοσοκατεσταλμένοι ανοσοκατεσταλμένες ανοσοκατεσταλμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανοσοκατεσταλμένος < ανοσοκαταστολή

Μετοχή

ανοσοκατεσταλμένος, -η, -ο

Συγγενικά

  • ανοσοανεπαρκής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.