ανοσοβιολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανοσοβιολογία | οι | ανοσοβιολογίες |
| γενική | της | ανοσοβιολογίας | των | ανοσοβιολογιών |
| αιτιατική | την | ανοσοβιολογία | τις | ανοσοβιολογίες |
| κλητική | ανοσοβιολογία | ανοσοβιολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανοσοβιολογία < άνοσος + -ο- + βιολογία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική immunobiology)
Ουσιαστικό
ανοσοβιολογία θηλυκό
- (βιολογία) η επιστήμη που εξετάζει το ανοσοποιητικό σύστημα ενός οργανισμού
Συγγενικά
- ανοσοβιολογικός
- → δείτε τις λέξεις νόσος, βιολογία, βίος και λέγω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.