ανιχνευσιμότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανιχνευσιμότητα οι ανιχνευσιμότητες
      γενική της ανιχνευσιμότητας των ανιχνευσιμοτήτων
    αιτιατική την ανιχνευσιμότητα τις ανιχνευσιμότητες
     κλητική ανιχνευσιμότητα ανιχνευσιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανιχνευσιμότητα < ανιχνεύσιμος + -ότητα

Ουσιαστικό

ανιχνευσιμότητα θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.