ανιχνεύσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανιχνεύσιμος η ανιχνεύσιμη το ανιχνεύσιμο
      γενική του ανιχνεύσιμου της ανιχνεύσιμης του ανιχνεύσιμου
    αιτιατική τον ανιχνεύσιμο την ανιχνεύσιμη το ανιχνεύσιμο
     κλητική ανιχνεύσιμε ανιχνεύσιμη ανιχνεύσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανιχνεύσιμοι οι ανιχνεύσιμες τα ανιχνεύσιμα
      γενική των ανιχνεύσιμων των ανιχνεύσιμων των ανιχνεύσιμων
    αιτιατική τους ανιχνεύσιμους τις ανιχνεύσιμες τα ανιχνεύσιμα
     κλητική ανιχνεύσιμοι ανιχνεύσιμες ανιχνεύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανιχνεύσιμος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ανιχνεύσιμος, -η, -ο

  • που δύναται να ανιχνευθεί ή να εντοπισθεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.