ανθρακωτήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ανθρακωτήρας | οι | ανθρακωτήρες |
| γενική | του | ανθρακωτήρα | των | ανθρακωτήρων |
| αιτιατική | τον | ανθρακωτήρα | τους | ανθρακωτήρες |
| κλητική | ανθρακωτήρα | ανθρακωτήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανθρακωτήρας < (καθαρεύουσα) ἀνθρακωτήρ [< (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική carburateur] + -ας (→ δείτε τις λέξεις άνθρακας και υδρογονάνθρακας)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.