ανθρακοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανθρακοφόρος | η | ανθρακοφόρα | το | ανθρακοφόρο |
| γενική | του | ανθρακοφόρου | της | ανθρακοφόρας | του | ανθρακοφόρου |
| αιτιατική | τον | ανθρακοφόρο | την | ανθρακοφόρα | το | ανθρακοφόρο |
| κλητική | ανθρακοφόρε | ανθρακοφόρα | ανθρακοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανθρακοφόροι | οι | ανθρακοφόρες | τα | ανθρακοφόρα |
| γενική | των | ανθρακοφόρων | των | ανθρακοφόρων | των | ανθρακοφόρων |
| αιτιατική | τους | ανθρακοφόρους | τις | ανθρακοφόρες | τα | ανθρακοφόρα |
| κλητική | ανθρακοφόροι | ανθρακοφόρες | ανθρακοφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανθρακοφόρος < άνθρακ(ας) + -ο- + -φόρος (< φέρω)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ανθρακοφόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.