ανθοπερίχυτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθοπερίχυτος η ανθοπερίχυτη το ανθοπερίχυτο
      γενική του ανθοπερίχυτου της ανθοπερίχυτης του ανθοπερίχυτου
    αιτιατική τον ανθοπερίχυτο την ανθοπερίχυτη το ανθοπερίχυτο
     κλητική ανθοπερίχυτε ανθοπερίχυτη ανθοπερίχυτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθοπερίχυτοι οι ανθοπερίχυτες τα ανθοπερίχυτα
      γενική των ανθοπερίχυτων των ανθοπερίχυτων των ανθοπερίχυτων
    αιτιατική τους ανθοπερίχυτους τις ανθοπερίχυτες τα ανθοπερίχυτα
     κλητική ανθοπερίχυτοι ανθοπερίχυτες ανθοπερίχυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανθοπερίχυτος < άνθος + -ο- + περίχυτος

Επίθετο

ανθοπερίχυτος

Μεταφράσεις

Πηγές

  • ανθοπερίχυτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.