souci
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| souci | soucis |
souci (fr) αρσενικό
- η έγνοια, η ανησυχία, η στενοχώρια, το μέλημα, η σκοτούρα
- il se fait beaucoup de souci pour sa fille - έχει πολλές έγνοιες / ανησυχεί πολύ για την κόρη του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.