ανηλικιότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανηλικιότητα | οι | ανηλικιότητες |
| γενική | της | ανηλικιότητας | των | ανηλικιοτήτων |
| αιτιατική | την | ανηλικιότητα | τις | ανηλικιότητες |
| κλητική | ανηλικιότητα | ανηλικιότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ανηλικιότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.