ανευφάνταστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανευφάνταστος | η | ανευφάνταστη | το | ανευφάνταστο |
| γενική | του | ανευφάνταστου | της | ανευφάνταστης | του | ανευφάνταστου |
| αιτιατική | τον | ανευφάνταστο | την | ανευφάνταστη | το | ανευφάνταστο |
| κλητική | ανευφάνταστε | ανευφάνταστη | ανευφάνταστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανευφάνταστοι | οι | ανευφάνταστες | τα | ανευφάνταστα |
| γενική | των | ανευφάνταστων | των | ανευφάνταστων | των | ανευφάνταστων |
| αιτιατική | τους | ανευφάνταστους | τις | ανευφάνταστες | τα | ανευφάνταστα |
| κλητική | ανευφάνταστοι | ανευφάνταστες | ανευφάνταστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανευφάνταστος < αν- + ευφάνταστος
Επίθετο
ανευφάνταστος
- (λόγιο) που δεν έχει φαντασία
- Ανέντακτα στη δράση, άδετα και ανευφάνταστα υπήρξαν και τα μπερντέδικα σκηνικά -μια παράδοση σκηνογραφικής ακινησίας για τον Φασιανό, εκλεκτό μας ζωγράφο, που δεν έχει λόγο να ανακατώνεται με πίτουρα που δεν του πάνε. (*)
- Πέραν των προσεγμένων κοστουμιών της Μαρί-Νοέλ Σεμέ, το σκηνικό της πρόδωσε τον σκηνοθέτη: βαριά τόπια υφαντά, κρέμονταν από την κορυφή μέχρι το δάπεδο, ακίνητα, αλειτούργητα, αφιλόξενα, τελικώς βλοσυρώς ανευφάνταστα. (*)
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ανευφάνταστα
- → δείτε τις λέξεις ευφάνταστος, φαντάζομαι και φαίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.