ανευφάνταστα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανευφάνταστα < ανευφάνταστος + -α
Αντώνυμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ανευφάνταστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανευφάνταστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.