ανεμόβροχο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανεμόβροχο | τα | ανεμόβροχα |
| γενική | του | ανεμόβροχου | των | ανεμόβροχων |
| αιτιατική | το | ανεμόβροχο | τα | ανεμόβροχα |
| κλητική | ανεμόβροχο | ανεμόβροχα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανεμόβροχο < ανεμό- + βροχ(ή) + -ο.[1] Δείτε και ανεμοβρόχι
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.neˈmo.vɾo.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μό‐βρο‐χο
- ανεμοθύελλα
- ανεμόκαιρος
Αναφορές
- ανεμόβροχο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.