ανελεήμονας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανελεήμων & ανελεήμονας |
η | ανελεήμων | το | ανελεήμον |
| γενική | του | ανελεήμονος & ανελεήμονα |
της | ανελεήμονος | του | ανελεήμονος |
| αιτιατική | τον | ανελεήμονα | την | ανελεήμονα | το | ανελεήμον |
| κλητική | ανελεήμων & ανελεήμονα |
ανελεήμων | ανελεήμον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανελεήμονες | οι | ανελεήμονες | τα | ανελεήμονα |
| γενική | των | ανελεημόνων | των | ανελεημόνων | των | ανελεημόνων |
| αιτιατική | τους | ανελεήμονες | τις | ανελεήμονες | τα | ανελεήμονα |
| κλητική | ανελεήμονες | ανελεήμονες | ανελεήμονα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
| ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρονας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανελεήμονας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνελεήμονας < ελληνιστική κοινή ἀνελεήμ(ων) + -ονας από την αιτιατική σε -ονα < ἀν- στερητικό + ἐλεήμων. Δείτε και ανελεήμων
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ne.leˈi.mo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐λε‐ή‐μο‐νας
Πηγές
- «ἀνελεήμων», «ἀνελεήμονας» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.