σελαμλίκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σελαμλίκι τα σελαμλίκια
      γενική του σελαμλικιού των σελαμλικιών
    αιτιατική το σελαμλίκι τα σελαμλίκια
     κλητική σελαμλίκι σελαμλίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σελαμλίκι < selamlık < selam (χαιρετισμός)

Ουσιαστικό

σελαμλίκι ουδέτερο

  1. ο ανδρωνίτης στα διαμερίσματα του σπιτού των Οθωμανών
  2. (λαογραφία) η ενδομαδιαία έξοδος του σουλτάνου της οθωμανικής αυτοκρατορίας κάθε Παρασκευή για το τέμενος, για προσευχή

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.