Ἄγκυρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Ἄγκυρᾰ | ||||||
| γενική | τῆς | Ἀγκύρᾱς | ||||||
| δοτική | τῇ | Ἀγκύρᾳ | ||||||
| αιτιατική | τὴν | Ἄγκυρᾰν | ||||||
| κλητική ὦ! | Ἄγκυρᾰ | |||||||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Ἄγκυρα < ἄγκυρα
Κύριο όνομα
Ἄγκυρα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ελληνιστική κοινή) πόλη της Ασίας, στη θέση της σημερινή Άγκυρας
Συγγενικά
Πηγές
- Ἄγκυρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.