αναφλεκτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναφλεκτικός | η | αναφλεκτική | το | αναφλεκτικό |
| γενική | του | αναφλεκτικού | της | αναφλεκτικής | του | αναφλεκτικού |
| αιτιατική | τον | αναφλεκτικό | την | αναφλεκτική | το | αναφλεκτικό |
| κλητική | αναφλεκτικέ | αναφλεκτική | αναφλεκτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναφλεκτικοί | οι | αναφλεκτικές | τα | αναφλεκτικά |
| γενική | των | αναφλεκτικών | των | αναφλεκτικών | των | αναφλεκτικών |
| αιτιατική | τους | αναφλεκτικούς | τις | αναφλεκτικές | τα | αναφλεκτικά |
| κλητική | αναφλεκτικοί | αναφλεκτικές | αναφλεκτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.