αναφλεκτήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αναφλεκτήρας | οι | αναφλεκτήρες |
| γενική | του | αναφλεκτήρα | των | αναφλεκτήρων |
| αιτιατική | τον | αναφλεκτήρα | τους | αναφλεκτήρες |
| κλητική | αναφλεκτήρα | αναφλεκτήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
Απεικόνιση εσωτερικού αναφλεκτήρα. Διακρίνεται το κεντρικό ηλεκτρόδιο (1), το τερματικό παξιμάδι (2), το παξιμάδι μόνωσης (3), οι μονωτικοί δακτύλιοι μαρμαρυγίας (4), ο πορσελάνινος μονωτής (5), το παξιμάδι συναρμολόγησης (6), η ροδέλα χαλκού αμιάντου (7), το σώματο βύσματος (8) και το πλαϊνό ηλεκτρόδιο (9).
Ουσιαστικό
αναφλεκτήρας αρσενικό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αναφλεκτήρας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.