αναφιώτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναφιώτικος η αναφιώτικη το αναφιώτικο
      γενική του αναφιώτικου της αναφιώτικης του αναφιώτικου
    αιτιατική τον αναφιώτικο την αναφιώτικη το αναφιώτικο
     κλητική αναφιώτικε αναφιώτικη αναφιώτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναφιώτικοι οι αναφιώτικες τα αναφιώτικα
      γενική των αναφιώτικων των αναφιώτικων των αναφιώτικων
    αιτιατική τους αναφιώτικους τις αναφιώτικες τα αναφιώτικα
     κλητική αναφιώτικοι αναφιώτικες αναφιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναφιώτικος < Αναφιώτ(ης) + -ικος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.naˈfço.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναφιώτικος

Επίθετο

αναφιώτικος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.