αναστοχαστικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναστοχαστικότητα οι αναστοχαστικότητες
      γενική της αναστοχαστικότητας των αναστοχαστικοτήτων
    αιτιατική την αναστοχαστικότητα τις αναστοχαστικότητες
     κλητική αναστοχαστικότητα αναστοχαστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναστοχαστικότητα < νεολογισμός από τον αναστοχασμό για να αποδοθεί το αμερικανικό reflexivity

Ουσιαστικό

αναστοχαστικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.