αναστοχαστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναστοχαστικότητα | οι | αναστοχαστικότητες |
| γενική | της | αναστοχαστικότητας | των | αναστοχαστικοτήτων |
| αιτιατική | την | αναστοχαστικότητα | τις | αναστοχαστικότητες |
| κλητική | αναστοχαστικότητα | αναστοχαστικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναστοχαστικότητα < νεολογισμός από τον αναστοχασμό για να αποδοθεί το αμερικανικό reflexivity
Ουσιαστικό
αναστοχαστικότητα θηλυκό
- η αυτοκριτική ενδοσκόπηση και βαθύς στοχασμός ενός επιστήμονα για τον ίδιο καθώς και για τον τρόπο που κάνει μία έρευνα ή παίρνει μια απόφαση, ώστε να αφαιρέσει (στο πλαίσιο του δυνατού) από αυτήν τα προσωπικά στοιχεία που μπορεί να την επηρεάσουν, ώστε μεταξύ άλλων να αποφευχθεί και η "αυτοεκπληρούμενη προφητεία"
Μεταφράσεις
αναστοχαστικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.