ανασκίρτηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανασκίρτηση οι ανασκιρτήσεις
      γενική της ανασκίρτησης* των ανασκιρτήσεων
    αιτιατική την ανασκίρτηση τις ανασκιρτήσεις
     κλητική ανασκίρτηση ανασκιρτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανασκιρτήσεως
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανασκίρτηση < ανασκιρτώ  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ανασκίρτηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.