ανασκιρτώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανασκιρτώ < μεσαιωνική ελληνική ἀνασκιρτῶ < ἀνά και αρχαία ελληνική σκιρτάω-σκιρτῶ

Ρήμα

ανασκιρτώ , πρτ.: ανασκιρτούσα, στ.μέλλ.: θα ανασκιρτήσω, αόρ.: ανασκίρτησαμτχ ανασκιρτώντας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.