αναρροφητήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αναρροφητήρας | οι | αναρροφητήρες |
| γενική | του | αναρροφητήρα | των | αναρροφητήρων |
| αιτιατική | τον | αναρροφητήρα | τους | αναρροφητήρες |
| κλητική | αναρροφητήρα | αναρροφητήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.