αναξιοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναξιοκρατία | οι | αναξιοκρατίες |
| γενική | της | αναξιοκρατίας | των | αναξιοκρατιών |
| αιτιατική | την | αναξιοκρατία | τις | αναξιοκρατίες |
| κλητική | αναξιοκρατία | αναξιοκρατίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναξιοκρατία < α στερητικό και αξιοκρατία
Ουσιαστικό
αναξιοκρατία θηλυκό
- η κυριαρχία των αναξίων στην δημόσια -αλλά σε μικρότερο βαθμό ακόμα και στην ιδιωτική- ζωή, καθώς σε διορισμούς και προσλήψεις το κίνητρο που καθοδηγεί δεν είναι η αξιοσύνη των ατόμων και οι ανάγκες της κοινωνίας, αλλά είτε η εξυπηρέτηση των συμφερόντων διαπλοκής πολιτικών και επιχειρηματιών είτε η αύξηση της εκλογικής πελατείας
Συνώνυμα
- φαυλοκρατία
- οικογενειοκρατία
- ρουσφετοκρατία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.