ανανεώσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανανεώσιμος | η | ανανεώσιμη | το | ανανεώσιμο |
| γενική | του | ανανεώσιμου | της | ανανεώσιμης | του | ανανεώσιμου |
| αιτιατική | τον | ανανεώσιμο | την | ανανεώσιμη | το | ανανεώσιμο |
| κλητική | ανανεώσιμε | ανανεώσιμη | ανανεώσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανανεώσιμοι | οι | ανανεώσιμες | τα | ανανεώσιμα |
| γενική | των | ανανεώσιμων | των | ανανεώσιμων | των | ανανεώσιμων |
| αιτιατική | τους | ανανεώσιμους | τις | ανανεώσιμες | τα | ανανεώσιμα |
| κλητική | ανανεώσιμοι | ανανεώσιμες | ανανεώσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανανεώσιμος < ανανεώνω + -σιμος
Επίθετο
ανανεώσιμος -η -ο
- που μπορεί να ανανεωθεί (λέγεται ειδικά για φυσικούς πόρους)
- η έρευνα για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα μας βοηθήσει να κόψουμε την εξάρτηση από το πετρέλαιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.