αναμορφωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναμορφωτικός | η | αναμορφωτική | το | αναμορφωτικό |
| γενική | του | αναμορφωτικού | της | αναμορφωτικής | του | αναμορφωτικού |
| αιτιατική | τον | αναμορφωτικό | την | αναμορφωτική | το | αναμορφωτικό |
| κλητική | αναμορφωτικέ | αναμορφωτική | αναμορφωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναμορφωτικοί | οι | αναμορφωτικές | τα | αναμορφωτικά |
| γενική | των | αναμορφωτικών | των | αναμορφωτικών | των | αναμορφωτικών |
| αιτιατική | τους | αναμορφωτικούς | τις | αναμορφωτικές | τα | αναμορφωτικά |
| κλητική | αναμορφωτικοί | αναμορφωτικές | αναμορφωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναμορφωτικός < αναμορφώνω
Επίθετο
αναμορφωτικός, -ή, -ό
- (για άνθρωπο) που αναμορφώνει, μεταρρυθμίζει, που έχει την τάση να αλλάζει τα πράγματα και που συχνά κάνει τις σκέψεις του και πράξη, υλοποιώντας την αναμόρφωση που είχε κατά νου
- που έχει την ιδιότητα να αναμορφώνει
- αναμορφωτικά προγράμματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.