αναμορφωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναμορφωτικός η αναμορφωτική το αναμορφωτικό
      γενική του αναμορφωτικού της αναμορφωτικής του αναμορφωτικού
    αιτιατική τον αναμορφωτικό την αναμορφωτική το αναμορφωτικό
     κλητική αναμορφωτικέ αναμορφωτική αναμορφωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναμορφωτικοί οι αναμορφωτικές τα αναμορφωτικά
      γενική των αναμορφωτικών των αναμορφωτικών των αναμορφωτικών
    αιτιατική τους αναμορφωτικούς τις αναμορφωτικές τα αναμορφωτικά
     κλητική αναμορφωτικοί αναμορφωτικές αναμορφωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναμορφωτικός < αναμορφώνω

Επίθετο

αναμορφωτικός, -ή, -ό

  1. (για άνθρωπο) που αναμορφώνει, μεταρρυθμίζει, που έχει την τάση να αλλάζει τα πράγματα και που συχνά κάνει τις σκέψεις του και πράξη, υλοποιώντας την αναμόρφωση που είχε κατά νου
  2. που έχει την ιδιότητα να αναμορφώνει
    αναμορφωτικά προγράμματα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.