αναμορφωτικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
αναμορφωτικά < αναμορφωτικός
Επίρρημα
αναμορφωτικά
- σε ανομορφωτικό πλαίσιο, με στόχο την αναμόρφωση, την ριζική, ουσιαστική αλλαγή
Μεταφράσεις
αναμορφωτικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.