αναληπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναληπτικός | η | αναληπτική | το | αναληπτικό |
| γενική | του | αναληπτικού | της | αναληπτικής | του | αναληπτικού |
| αιτιατική | τον | αναληπτικό | την | αναληπτική | το | αναληπτικό |
| κλητική | αναληπτικέ | αναληπτική | αναληπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναληπτικοί | οι | αναληπτικές | τα | αναληπτικά |
| γενική | των | αναληπτικών | των | αναληπτικών | των | αναληπτικών |
| αιτιατική | τους | αναληπτικούς | τις | αναληπτικές | τα | αναληπτικά |
| κλητική | αναληπτικοί | αναληπτικές | αναληπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναληπτικός < ἀναληπτικός στην καθαρεύουσα από το γαλλικό analeptique < από την (ελληνιστική κοινή) ἀναληπτικός (για να αναλάβει ο ασθενής της δυνάμεις του) < ἀναλαμβάνω
Επίθετο
αναληπτικός
- που σχετίζεται με την ανάληψη χρημάτων από τράπεζα
- αναληπτική κάρτα
- χαρακτηρισμός φαρμάκων που διεγείρουν το κέντρο της αναπνοής σε πολύ σοβαρές καρδιαναπνευστικές κρίσεις (τα αναληπτικά και ως ουσιαστικό για τη συγκεκριμένη κατηγορία σκευασμάτων)
- (παρωχημένο) που τονώνει την υγεία, με την έννοια ότι βοηθά τον ασθενή να αναλάβει δυνάμεις
Σύνθετα
Μεταφράσεις
αναληπτικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.