ανακοινώσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακοινώσιμος η ανακοινώσιμη το ανακοινώσιμο
      γενική του ανακοινώσιμου της ανακοινώσιμης του ανακοινώσιμου
    αιτιατική τον ανακοινώσιμο την ανακοινώσιμη το ανακοινώσιμο
     κλητική ανακοινώσιμε ανακοινώσιμη ανακοινώσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακοινώσιμοι οι ανακοινώσιμες τα ανακοινώσιμα
      γενική των ανακοινώσιμων των ανακοινώσιμων των ανακοινώσιμων
    αιτιατική τους ανακοινώσιμους τις ανακοινώσιμες τα ανακοινώσιμα
     κλητική ανακοινώσιμοι ανακοινώσιμες ανακοινώσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανακοινώσιμος < ανακοινώνω + -ιμος

Επίθετο

ανακοινώσιμος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.