ανακεφαλαιωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανακεφαλαιωτικός | η | ανακεφαλαιωτική | το | ανακεφαλαιωτικό |
| γενική | του | ανακεφαλαιωτικού | της | ανακεφαλαιωτικής | του | ανακεφαλαιωτικού |
| αιτιατική | τον | ανακεφαλαιωτικό | την | ανακεφαλαιωτική | το | ανακεφαλαιωτικό |
| κλητική | ανακεφαλαιωτικέ | ανακεφαλαιωτική | ανακεφαλαιωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανακεφαλαιωτικοί | οι | ανακεφαλαιωτικές | τα | ανακεφαλαιωτικά |
| γενική | των | ανακεφαλαιωτικών | των | ανακεφαλαιωτικών | των | ανακεφαλαιωτικών |
| αιτιατική | τους | ανακεφαλαιωτικούς | τις | ανακεφαλαιωτικές | τα | ανακεφαλαιωτικά |
| κλητική | ανακεφαλαιωτικοί | ανακεφαλαιωτικές | ανακεφαλαιωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανακεφαλαιωτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ανακεφαλαιωτικός
- σχετικός με την ανακεφαλαίωση
- που επιτρέπει / που εξυπηρετεί την ανακεφαλαίωση
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ανακεφαλαιωτικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.