ανακεφαλαιωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακεφαλαιωτικός η ανακεφαλαιωτική το ανακεφαλαιωτικό
      γενική του ανακεφαλαιωτικού της ανακεφαλαιωτικής του ανακεφαλαιωτικού
    αιτιατική τον ανακεφαλαιωτικό την ανακεφαλαιωτική το ανακεφαλαιωτικό
     κλητική ανακεφαλαιωτικέ ανακεφαλαιωτική ανακεφαλαιωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακεφαλαιωτικοί οι ανακεφαλαιωτικές τα ανακεφαλαιωτικά
      γενική των ανακεφαλαιωτικών των ανακεφαλαιωτικών των ανακεφαλαιωτικών
    αιτιατική τους ανακεφαλαιωτικούς τις ανακεφαλαιωτικές τα ανακεφαλαιωτικά
     κλητική ανακεφαλαιωτικοί ανακεφαλαιωτικές ανακεφαλαιωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανακεφαλαιωτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ανακεφαλαιωτικός

  1. σχετικός με την ανακεφαλαίωση
  2. που επιτρέπει / που εξυπηρετεί την ανακεφαλαίωση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.