ανακεφαλαιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανακεφαλαιώνω < ανά + κεφαλαιώνω (< κεφάλαιο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.na.ce.fa.leˈo.no/
Ρήμα
ανακεφαλαιώνω
- επαναλαμβάνω συνοπτικά τα βασικά σημεία από ό,τι έχει λεχθεί προηγουμένως
- (οικονομία) προσθέτω καθυστερημένους τόκους στο κεφάλαιο
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανακεφαλαιώνω | ανακεφαλαίωνα | θα ανακεφαλαιώνω | να ανακεφαλαιώνω | ανακεφαλαιώνοντας | |
| β' ενικ. | ανακεφαλαιώνεις | ανακεφαλαίωνες | θα ανακεφαλαιώνεις | να ανακεφαλαιώνεις | ανακεφαλαίωνε | |
| γ' ενικ. | ανακεφαλαιώνει | ανακεφαλαίωνε | θα ανακεφαλαιώνει | να ανακεφαλαιώνει | ||
| α' πληθ. | ανακεφαλαιώνουμε | ανακεφαλαιώναμε | θα ανακεφαλαιώνουμε | να ανακεφαλαιώνουμε | ||
| β' πληθ. | ανακεφαλαιώνετε | ανακεφαλαιώνατε | θα ανακεφαλαιώνετε | να ανακεφαλαιώνετε | ανακεφαλαιώνετε | |
| γ' πληθ. | ανακεφαλαιώνουν(ε) | ανακεφαλαίωναν ανακεφαλαιώναν(ε) |
θα ανακεφαλαιώνουν(ε) | να ανακεφαλαιώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανακεφαλαίωσα | θα ανακεφαλαιώσω | να ανακεφαλαιώσω | ανακεφαλαιώσει | ||
| β' ενικ. | ανακεφαλαίωσες | θα ανακεφαλαιώσεις | να ανακεφαλαιώσεις | ανακεφαλαίωσε | ||
| γ' ενικ. | ανακεφαλαίωσε | θα ανακεφαλαιώσει | να ανακεφαλαιώσει | |||
| α' πληθ. | ανακεφαλαιώσαμε | θα ανακεφαλαιώσουμε | να ανακεφαλαιώσουμε | |||
| β' πληθ. | ανακεφαλαιώσατε | θα ανακεφαλαιώσετε | να ανακεφαλαιώσετε | ανακεφαλαιώστε | ||
| γ' πληθ. | ανακεφαλαίωσαν ανακεφαλαιώσαν(ε) |
θα ανακεφαλαιώσουν(ε) | να ανακεφαλαιώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανακεφαλαιώσει | είχα ανακεφαλαιώσει | θα έχω ανακεφαλαιώσει | να έχω ανακεφαλαιώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανακεφαλαιώσει | είχες ανακεφαλαιώσει | θα έχεις ανακεφαλαιώσει | να έχεις ανακεφαλαιώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανακεφαλαιώσει | είχε ανακεφαλαιώσει | θα έχει ανακεφαλαιώσει | να έχει ανακεφαλαιώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανακεφαλαιώσει | είχαμε ανακεφαλαιώσει | θα έχουμε ανακεφαλαιώσει | να έχουμε ανακεφαλαιώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανακεφαλαιώσει | είχατε ανακεφαλαιώσει | θα έχετε ανακεφαλαιώσει | να έχετε ανακεφαλαιώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανακεφαλαιώσει | είχαν ανακεφαλαιώσει | θα έχουν ανακεφαλαιώσει | να έχουν ανακεφαλαιώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.