ανακατατάξεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ανακατατάξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακατατάσσω
  2. θα ανακατατάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακατατάσσω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ανακατατάξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανακατάταξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.