αναθηματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναθηματικός η αναθηματική το αναθηματικό
      γενική του αναθηματικού της αναθηματικής του αναθηματικού
    αιτιατική τον αναθηματικό την αναθηματική το αναθηματικό
     κλητική αναθηματικέ αναθηματική αναθηματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναθηματικοί οι αναθηματικές τα αναθηματικά
      γενική των αναθηματικών των αναθηματικών των αναθηματικών
    αιτιατική τους αναθηματικούς τις αναθηματικές τα αναθηματικά
     κλητική αναθηματικοί αναθηματικές αναθηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναθηματικός < (ελληνιστική κοινή) ἀναθηματικός

Επίθετο

αναθηματικός, -ή. -ό

  • που χρησιμεύει ως ανάθημα στη μνήμη ανθρώπων ή γεγονότων
    αναθηματική στήλη για τους νεκρούς του 1940
    ο αναθηματικός πίνακας της Νίννιον

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.