αναδιπλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναδιπλώνω < αρχαία ελληνική ἀναδιπλόω / ἀναδιπλῶ < διπλόω / διπλῶ < διπλόος / διπλοῦς < δι- + -πλόος / -πλοῦς (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική replier)
Ρήμα
αναδιπλώνω (παθητική φωνή: αναδιπλώνομαι)
Συγγενικά
- αναδίπλωμα
- αναδιπλωμός
- αναδιπλωμένος
- αναδίπλωση
- αναδιπλωτός
- → δείτε τις λέξεις ανά, διπλώνω και διπλός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναδιπλώνω | αναδίπλωνα | θα αναδιπλώνω | να αναδιπλώνω | αναδιπλώνοντας | |
| β' ενικ. | αναδιπλώνεις | αναδίπλωνες | θα αναδιπλώνεις | να αναδιπλώνεις | αναδίπλωνε | |
| γ' ενικ. | αναδιπλώνει | αναδίπλωνε | θα αναδιπλώνει | να αναδιπλώνει | ||
| α' πληθ. | αναδιπλώνουμε | αναδιπλώναμε | θα αναδιπλώνουμε | να αναδιπλώνουμε | ||
| β' πληθ. | αναδιπλώνετε | αναδιπλώνατε | θα αναδιπλώνετε | να αναδιπλώνετε | αναδιπλώνετε | |
| γ' πληθ. | αναδιπλώνουν(ε) | αναδίπλωναν αναδιπλώναν(ε) |
θα αναδιπλώνουν(ε) | να αναδιπλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναδίπλωσα | θα αναδιπλώσω | να αναδιπλώσω | αναδιπλώσει | ||
| β' ενικ. | αναδίπλωσες | θα αναδιπλώσεις | να αναδιπλώσεις | αναδίπλωσε | ||
| γ' ενικ. | αναδίπλωσε | θα αναδιπλώσει | να αναδιπλώσει | |||
| α' πληθ. | αναδιπλώσαμε | θα αναδιπλώσουμε | να αναδιπλώσουμε | |||
| β' πληθ. | αναδιπλώσατε | θα αναδιπλώσετε | να αναδιπλώσετε | αναδιπλώστε | ||
| γ' πληθ. | αναδίπλωσαν αναδιπλώσαν(ε) |
θα αναδιπλώσουν(ε) | να αναδιπλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναδιπλώσει | είχα αναδιπλώσει | θα έχω αναδιπλώσει | να έχω αναδιπλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναδιπλώσει | είχες αναδιπλώσει | θα έχεις αναδιπλώσει | να έχεις αναδιπλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναδιπλώσει | είχε αναδιπλώσει | θα έχει αναδιπλώσει | να έχει αναδιπλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναδιπλώσει | είχαμε αναδιπλώσει | θα έχουμε αναδιπλώσει | να έχουμε αναδιπλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναδιπλώσει | είχατε αναδιπλώσει | θα έχετε αναδιπλώσει | να έχετε αναδιπλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναδιπλώσει | είχαν αναδιπλώσει | θα έχουν αναδιπλώσει | να έχουν αναδιπλώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.