αναδιπλώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναδιπλώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναδιπλώνω
Ρήμα
αναδιπλώνομαι
- υποχωρώ από μία επιδίωξη ή φιλοδοξία, μαζεύομαι, συμπτύσσομαι, περιορίζομαι στη συμπεριφορά μου, δείχνω συστολή, αποσύρομαι από μια επιδίωξη, παύω να φέρομαι επιθετικά και δείχνω διαλλακτικότητα
Συγγενικά
Αντώνυμα
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναδιπλώνομαι | αναδιπλωνόμουν(α) | θα αναδιπλώνομαι | να αναδιπλώνομαι | ||
| β' ενικ. | αναδιπλώνεσαι | αναδιπλωνόσουν(α) | θα αναδιπλώνεσαι | να αναδιπλώνεσαι | (αναδιπλώνου) | |
| γ' ενικ. | αναδιπλώνεται | αναδιπλωνόταν(ε) | θα αναδιπλώνεται | να αναδιπλώνεται | ||
| α' πληθ. | αναδιπλωνόμαστε | αναδιπλωνόμαστε αναδιπλωνόμασταν |
θα αναδιπλωνόμαστε | να αναδιπλωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | αναδιπλώνεστε | αναδιπλωνόσαστε αναδιπλωνόσασταν |
θα αναδιπλώνεστε | να αναδιπλώνεστε | (αναδιπλώνεστε) | |
| γ' πληθ. | αναδιπλώνονται | αναδιπλώνονταν αναδιπλωνόντουσαν |
θα αναδιπλώνονται | να αναδιπλώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναδιπλώθηκα | θα αναδιπλωθώ | να αναδιπλωθώ | αναδιπλωθεί | ||
| β' ενικ. | αναδιπλώθηκες | θα αναδιπλωθείς | να αναδιπλωθείς | αναδιπλώσου | ||
| γ' ενικ. | αναδιπλώθηκε | θα αναδιπλωθεί | να αναδιπλωθεί | |||
| α' πληθ. | αναδιπλωθήκαμε | θα αναδιπλωθούμε | να αναδιπλωθούμε | |||
| β' πληθ. | αναδιπλωθήκατε | θα αναδιπλωθείτε | να αναδιπλωθείτε | αναδιπλωθείτε | ||
| γ' πληθ. | αναδιπλώθηκαν αναδιπλωθήκαν(ε) |
θα αναδιπλωθούν(ε) | να αναδιπλωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αναδιπλωθεί | είχα αναδιπλωθεί | θα έχω αναδιπλωθεί | να έχω αναδιπλωθεί | αναδιπλωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αναδιπλωθεί | είχες αναδιπλωθεί | θα έχεις αναδιπλωθεί | να έχεις αναδιπλωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αναδιπλωθεί | είχε αναδιπλωθεί | θα έχει αναδιπλωθεί | να έχει αναδιπλωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναδιπλωθεί | είχαμε αναδιπλωθεί | θα έχουμε αναδιπλωθεί | να έχουμε αναδιπλωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αναδιπλωθεί | είχατε αναδιπλωθεί | θα έχετε αναδιπλωθεί | να έχετε αναδιπλωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναδιπλωθεί | είχαν αναδιπλωθεί | θα έχουν αναδιπλωθεί | να έχουν αναδιπλωθεί | ||
Μεταφράσεις
αναδιπλώνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.