αναγλυφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναγλυφικός η αναγλυφική το αναγλυφικό
      γενική του αναγλυφικού της αναγλυφικής του αναγλυφικού
    αιτιατική τον αναγλυφικό την αναγλυφική το αναγλυφικό
     κλητική αναγλυφικέ αναγλυφική αναγλυφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναγλυφικοί οι αναγλυφικές τα αναγλυφικά
      γενική των αναγλυφικών των αναγλυφικών των αναγλυφικών
    αιτιατική τους αναγλυφικούς τις αναγλυφικές τα αναγλυφικά
     κλητική αναγλυφικοί αναγλυφικές αναγλυφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναγλυφικός < ανάγλυφ(ο) + -ικός

Επίθετο

αναγλυφικός

  1. ανάγλυφος
  2. περίοπτος
  3. παραστατικός

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.