αγαλλιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αγαλλιώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγαλλιῶ, συνηρημένος τύπος του ἀγαλλιάω, μεταγενέστερο τύπος του ἀγάλλομαι όπως στη φράση «χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε» (Καινή Διαθήκη, Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ε', 12)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣa.liˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γαλ‐λι‐ώ
Ρήμα
αγαλλιώ, πρτ.: αγαλλιούσα, αόρ.: αγαλλίασα, παθ.φωνή: αγαλλιώμαι
- (λόγιο) αγαλλιάζω
- ↪ Ακούω τις επιτυχίες σου, παιδί μου, και αγαλλιώ!
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
αγαλλιώ
|
→ δείτε τη λέξη αγαλλιάζω |
Πηγές
- αγαλλιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.