αναβαπτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναβαπτισμός οι αναβαπτισμοί
      γενική του αναβαπτισμού των αναβαπτισμών
    αιτιατική τον αναβαπτισμό τους αναβαπτισμούς
     κλητική αναβαπτισμέ αναβαπτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναβαπτισμός < (ελληνιστική κοινή) ἀναβαπτισμός

Ουσιαστικό

αναβαπτισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.