αναβαπτισμό

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή επιθέτου

αναβαπτισμό

  1. αναβαπτισμός, στην αιτιατική του ενικού

αναβαπτισμό, ουδέτερο του αναβαπτισμός

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.