ανάπλαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανάπλαστος η ανάπλαστη το ανάπλαστο
      γενική του ανάπλαστου της ανάπλαστης του ανάπλαστου
    αιτιατική τον ανάπλαστο την ανάπλαστη το ανάπλαστο
     κλητική ανάπλαστε ανάπλαστη ανάπλαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάπλαστοι οι ανάπλαστες τα ανάπλαστα
      γενική των ανάπλαστων των ανάπλαστων των ανάπλαστων
    αιτιατική τους ανάπλαστους τις ανάπλαστες τα ανάπλαστα
     κλητική ανάπλαστοι ανάπλαστες ανάπλαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανάπλαστος < ελληνιστική κοινή ἀνάπλαστος < αρχαία ελληνική πλάσσω

Επίθετο

ανάπλαστος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.