αναλύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αναλύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναλύω
  2. θα αναλύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναλύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αναλύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανάλυση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.