ανάβροχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανάβροχος | η | ανάβροχη | το | ανάβροχο |
| γενική | του | ανάβροχου | της | ανάβροχης | του | ανάβροχου |
| αιτιατική | τον | ανάβροχο | την | ανάβροχη | το | ανάβροχο |
| κλητική | ανάβροχε | ανάβροχη | ανάβροχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανάβροχοι | οι | ανάβροχες | τα | ανάβροχα |
| γενική | των | ανάβροχων | των | ανάβροχων | των | ανάβροχων |
| αιτιατική | τους | ανάβροχους | τις | ανάβροχες | τα | ανάβροχα |
| κλητική | ανάβροχοι | ανάβροχες | ανάβροχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ανάβροχος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.