ανάβαθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανάβαθος η ανάβαθη το ανάβαθο
      γενική του ανάβαθου της ανάβαθης του ανάβαθου
    αιτιατική τον ανάβαθο την ανάβαθη το ανάβαθο
     κλητική ανάβαθε ανάβαθη ανάβαθο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάβαθοι οι ανάβαθες τα ανάβαθα
      γενική των ανάβαθων των ανάβαθων των ανάβαθων
    αιτιατική τους ανάβαθους τις ανάβαθες τα ανάβαθα
     κλητική ανάβαθοι ανάβαθες ανάβαθα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανάβαθος < α- στερητικό + βάθος

Επίθετο

ανάβαθος, -η, -ο

  1. ο χωρίς βάθος
    ανάβαθο το ποταμάκι
  2. ρηχός
  3. επιπόλαιος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.